Αξίζει να δειςΠολλαπλούν Μυέλωμα: Έγκριση σε τριπλά θεραπευτικά σχήματα της Celgene

Πολλαπλούν Μυέλωμα: Έγκριση σε τριπλά θεραπευτικά σχήματα της Celgene

- Advertisement -

Δύο νέα τριπλά θεραπευτικά σχήματα με βάση τις ανοσοτροποποιητικές θεραπείες IMiD (Immunomodulatory Drug) της Celgene Corporation, τη λεναλιδομίδη και την πομαλιδομίδη ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το Πολλαπλούν Μυέλωμα.

Δύο νέα τριπλά θεραπευτικά σχήματα με βάση τις ανοσοτροποποιητικές θεραπείες IMiD (Immunomodulatory Drug) της Celgene Corporation, τη λεναλιδομίδη και την πομαλιδομίδη ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το Πολλαπλούν Μυέλωμα.

ΔΩΡΕΑΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Η λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (RVd) ενδείκνυται πλέον για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα, στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί προηγούμενη θεραπεία και οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση.

Επιπροσθέτως, η πομαλιδομίδη σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (PVd) ενδείκνυται πλέον για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα, οι οποίοι έχουν λάβει τουλάχιστον ένα προηγούμενο θεραπευτικό σχήμα, συμπεριλαμβανομένης της λεναλιδομίδης.

«Η έγκριση αυτών των συνδυαστικών θεραπειών σηματοδοτεί ένα σημαντικό ορόσημο για τους ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα στην Ευρώπη» δήλωσε ο Nadim Ahmed, Πρόεδρος Αιματολογίας/Ογκολογίας της Celgene.

«Με αυτά τα νέα τριπλά θεραπευτικά σχήματα ελπίζουμε ότι θα βελτιώσουμε τις εκβάσεις τόσο για τους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς, όσο και για εκείνους που έχουν παρουσιάσει υποτροπή ή έχουν καταστεί ανθεκτικοί στη θεραπεία πρώτης γραμμής.

Σημαντικά οφέλη

Οι παράγοντες IMiD έχουν προσφέρει σημαντικά οφέλη στους ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα και δεσμευόμαστε ότι θα εξελίσσουμε συνεχώς το χαρτοφυλάκιο νέων υπό-ανάπτυξη θεραπειών που διαθέτουμε για το μυέλωμα, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι οι γιατροί και οι ασθενείς θα συνεχίσουν να έχουν διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές για την καταπολέμηση αυτής της νόσου».

Η θεραπευτική επιλογή στην πρώτη γραμμή είναι σημαντική, καθώς οι ασθενείς παρουσιάζουν σταδιακά μειωμένη ανταπόκριση στη θεραπεία και μικρότερα χρονικά διαστήματα ύφεσης σε μεταγενέστερες γραμμές θεραπείας. Μελέτες έχουν δείξει ότι το σχήμα λεναλιδομίδης σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (RVd) μπορεί να αποτελέσει μια θεραπευτική επιλογή που παρατείνει σημαντικά την πρώτη ύφεση στους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση.

«Ο προσδιορισμός της θεραπείας πρώτης γραμμής είναι ένα σημαντικό ζήτημα στο πλαίσιο του συνολικού θεραπευτικού πλάνου για τους ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα» δήλωσε ο Καθηγητής Αιματολογίας Thierry Facon, Τμήμα Αιματολογίας, Lille University Hospital, Γαλλία.

«Καθώς η λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη είναι ήδη μία θεραπεία εκλογής στο πολλαπλούν μυέλωμα, είμαστε ενθουσιασμένοι με την προοπτική ενός νέου τριπλού σχήματος θεραπείας που βασίζεται στη λεναλιδομίδη για ασθενείς στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί προηγούμενη θεραπεία και οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση».

Η έγκριση του τριπλού θεραπευτικού σχήματος λεναλιδομίδης (RVd) υποστηρίχτηκε από δεδομένα της μελέτης SWOG S0777 , η οποία είναι μία κλινική δοκιμή φάσης 3 για την αξιολόγηση του τριπλού συνδυαστικού σχήματος (RVd) σε ενήλικες ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα, στους οποίους δεν είχε χορηγηθεί προηγούμενη θεραπεία.

Δημόπουλος: Θεραπείες εκλογής στους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς 

«Η έγκριση της χρήσης του τριπλού θεραπευτικού σχήματος που περιλαμβάνει την πομαλιδομίδη (PVd) ήδη από την πρώτη υποτροπή, υπογραμμίζει το πιθανό κλινικό όφελος που μπορεί να προσφέρει αυτό το σχήμα στους ασθενείς που έχουν λάβει μία προηγούμενη θεραπεία που περιλάμβανε λεναλιδομίδη» δήλωσε ο Καθηγητής Μελέτιος Δημόπουλος, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

«Τα σχήματα με βάση τη λεναλιδομίδη χρησιμοποιούνται συχνά ως θεραπείες εκλογής στους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα, όπου υπάρχει ένας αυξανόμενος πληθυσμός ασθενών που καθίστανται ανθεκτικοί στη λεναλιδομίδη και έχουν ανάγκη από αποδεδειγμένα αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές».

Η έγκριση του τριπλού σχήματος θεραπείας με πομαλιδομίδη (PVd) υποστηρίχθηκε από δεδομένα της μελέτης OPTIMISMM, η οποία είναι η πρώτη προοπτική μελέτη φάσης 3 για την αξιολόγηση ενός τριπλού σχήματος με βάση την πομαλιδομίδη σε ασθενείς που είχαν λάβει στο σύνολό τους προηγούμενη θεραπεία με λεναλιδομίδη και οι περισσότεροι από αυτούς (70%) ήταν ανθεκτικοί στη λεναλιδομίδη. Τα αποτελέσματα από τη μελέτη OPTIMISMM δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Oncology.

Σχετικά με το Πολλαπλούν Μυέλωμα

Το πολλαπλούν μυέλωμα είναι μια απειλητική για τη ζωή αιματολογική κακοήθεια, η οποία χαρακτηρίζεται από πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων και καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος.

Είναι μία σπάνια αλλά θανατηφόρα νόσος: περίπου 42.000 άνθρωποι διαγιγνώσκονται με πολλαπλούν μυέλωμα στην Ευρώπη, ενώ περίπου 26.000 ασθενείς καταλήγουν από τη νόσο ετησίως. Η τυπική πορεία της νόσου του πολλαπλούν μυελώματος περιλαμβάνει περιόδους συμπτωματικού μυελώματος που ακολουθούνται από περιόδους ύφεσης, έως ότου η νόσος καταστεί τελικά ανθεκτική (μη ανταποκρινόμενη στη θεραπεία).

Σχετικά με τη μελέτη SWOG S0777

Η μελέτη SWOG S0777 είναι μία τυχαιοποιημένη, ανοιχτής επισήμανσης, πολυκεντρική μελέτη φάσης 3 που αποσκοπεί στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας του σχήματος λεναλιδομίδης σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (RVd) σε σύγκριση με το σχήμα λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης (Rd) ως θεραπεία σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθέν πολλαπλούν μυέλωμα, οι οποίοι δεν πρόκειται να υποβληθούν άμεσα σε αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων.

Στην μελέτη SWOG S0777 στρατολογήθηκαν 525 ασθενείς με συμπτωματικό και μετρήσιμο νεοδιαγνωσθέν πολλαπλούν μυέλωμα, ηλικίας 18 ετών και άνω. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν (σε αναλογία 1:1) για τη λήψη μίας αρχικής θεραπείας είτε με λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (ομάδα RVd), είτε με μόνο λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη (ομάδα Rd), και στις δύο περιπτώσεις ακολουθούμενες από το καθιερωμένο θεραπευτικό σχήμα Rd έως εξέλιξης της νόσου.

Στην τυχαιοποίηση έγινε διαστρωμάτωση των ασθενών με βάση το Διεθνές Συστήμα Σταδιοποίησης (Στάδιο I, II ή III) και την πρόθεση για μεταμόσχευση (ναι έναντι όχι). Η χορήγηση του σχήματος RVd πραγματοποιήθηκε για οκτώ κύκλους των 21 ημερών.

Η βορτεζομίμπη χορηγήθηκε ενδοφλεβίως σε δόση 1,3 mg/m2 τις ημέρες 1, 4, 8 και 11, σε συνδυασμό με τη χορηγούμενη από του στόματος λεναλιδομίδη στη δόση των 25 mg ημερησίως για τις ημέρες 1-14, και την χορηγούμενη από του στόματος δεξαμεθαζόνη σε δόση 20 mg ημερησίως τις ημέρες 1, 2, 4, 5, 8, 9, 11 και 12. Το σχήμα Rd χορηγήθηκε σε έξι κύκλους των 28 ημερών.

Το καθιερωμένο ακολοθούμενο σχήμα Rd περιλάμβανε 25 mg λεναλιδομίδης χορηγούμενης από του στόματος μία φορά την ημέρα για τις ημέρες 1-21 και 40 mg δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης από του στόματος μία φορά την ημέρα για τις ημέρες 1, 8, 15 και 22.

Διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου

Τα αποτελέσματα της μελέτης SWOG S07773 έδειξαν ότι η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) ήταν σημαντικά βελτιωμένη στους ασθενείς που έλαβαν RVd σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν μόνο λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη (Rd) (42 μήνες έναντι 30 μηνών, HR: 0,76, 95% CI: 0,62-0,94, P=0,01).

Η διάμεση συνολική επιβίωση βελτιώθηκε επίσης σημαντικά στους ασθενείς που έλαβαν το σχήμα RVd σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν Rd (89 μήνες έναντι 67 μηνών, HR: 0,72, 95% CI: 0,56–0,94, P=0,013).

Τα ποσοστά συνολικής και πλήρους ανταπόκρισης ήταν υψηλότερα για τους ασθενείς που έλαβαν το σχήμα RVd, σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν Rd (συνολική ανταπόκριση: 82% με RVd έναντι 72% με Rd; πλήρης ανταπόκριση: 16% με RVd έναντι 8% με Rd), η διάρκεια της ανταπόκρισης ήταν επίσης σημαντικά μεγαλύτερη στους ασθενείς που έλαβαν RVd σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν Rd (52 μήνες έναντι 38 μηνών, αντίστοιχα).

Η ασφάλεια του σχήματος RVd συνάδει επίσης με το καλά εδραιωμένο προφίλ ασφαλείας του κάθε φαρμάκου στο τριπλό σχήμα θεραπείας.

Μετά την ολοκλήρωση της φάσης με θεραπεία εφόδου, όλοι οι ασθενείς έλαβαν συνεχιζόμενη θεραπεία συντήρησης με 25 mg χορηγούμενης από του στόματος λεναλιδομίδης μία φορά την ημέρα για 21 ημέρες και 40 mg χορηγούμενης από του στόματος δεξαμεθαζόνης μία φορά την ημέρα για τις ημέρες 1, 8, 15 και 22 για κάθε κύκλο των 28 ημερών.

Σχετικά με τη μελέτη OPTIMISMM

Η μελέτη OPTIMISMM είναι η πρώτη κλινική δοκιμή φάσης 3 που έχει σχεδιαστεί για να συγκρίνει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με πομαλιδομίδη σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (PVd), έναντι μόνο της βορτεζομίμπης και της δεξαμεθαζόνης (Vd), ως πρώιμης γραμμής θεραπεία σε ασθενείς με υποτροπιάζον και ανθεκτικό πολλαπλούν μυέλωμα (με 1-3 προηγούμενα θεραπευτικά σχήματα) και προηγούμενη έκθεση στη λεναλιδομίδη, συμπεριλαμβανομένων των ανθεκτικών στη λεναλιδομίδη ασθενών.

Σε αυτήν την πολυκεντρική, διεθνή, ανοιχτής επισήμανσης, τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή φάσης 3 εντάχθηκαν 559 ασθενείς (281 στο σκέλος PVd και 278 στο σκέλος Vd). Τα δημογραφικά δεδομένα των ασθενών καθώς και τα κατά την έναρξη και προηγούμενα χαρακτηριστικά της νόσου των ασθενών ήταν εν γένει καλά ισορροπημένα μεταξύ των δύο σκελών θεραπείας.

Ο διάμεσος αριθμός προηγούμενων γραμμών θεραπείας ήταν δύο, ενώ περισσότερο από το ένα τρίτο των ασθενών είχαν λάβει μία προηγούμενη γραμμή θεραπείας (40% και στα δύο σκέλη). Όλοι οι ασθενείς είχαν προηγουμένως εκτεθεί σε θεραπεία με λεναλιδομίδη, με την πλειονότητά τους να είναι ανθεκτικοί στη λεναλιδομίδη (71% στο σκέλος PVd έναντι 69% στο σκέλος Vd) και το 70% έναντι 66%, αντίστοιχα, ήταν ανθεκτικοί στην τελευταία τους θεραπεία. Ο διάμεσος χρόνος παρακολούθησης ήταν 16 μήνες.

Αποτελέσματα…

Έγινε διαστρωμάτωση των ασθενών με βάση την ηλικία, τον αριθμό των προηγούμενων θεραπευτικών σχημάτων για το μυελώμα και τα επίπεδα β2-μικροσφαιρίνης. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 για να λάβουν PVd ή Vd έως την εξέλιξη της νόσου. Σε κύκλους 21 ημερών, οι ασθενείς λάμβαναν πομαλιδομίδη 4 mg/ημέρα τις ημέρες 1-14 (σκέλος PVd μόνο); βορτεζομίμπη 1,3 mg/m2 τις ημέρες 1, 4, 8 και 11 στους κύκλους 1-8 και τις ημέρες 1 και 8 στον κύκλο 9; και δεξαμεθαζόνη 20 mg/ημέρα (10 mg εάν ήταν ηλικίας > 75 ετών) τις ημέρες της λήψης θεραπείας με βορτεζομίμπη και τις ημέρες μετά τη θεραπεία με βορτεζομίμπη.

Τα αποτελέσματα της μελέτης OPTIMISMM4 έδειξαν ότι οι ασθενείς που λάμβαναν το τριπλό θεραπευτικό σχήμα PVd πέτυχαν σημαντικά μεγαλύτερη διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) συγκριτικά με τους ασθενείς στο σκέλος Vd (διάμεση PFS 11,2 μηνών έναντι 7,1 μηνών, αντίστοιχα [P =< 0,0001, HR: 0,61, 95% CI: (0,49-0,77)]), μειώνοντας τον κίνδυνο εξέλιξης της νόσου ή θανάτου κατά 39% στο σκέλος PVd.

Σε υπο-ανάλυση ομάδας ασθενών που είχαν λάβει μία προηγούμενη γραμμή θεραπείας, η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου με το τριπλό θεραπευτικό σχήμα PVd ήταν 20,7 μήνες έναντι 11,6 μηνών με Vd (95% CI: 7,52, 15,74). Σε αυτούς τους ασθενείς, παρατηρήθηκε όφελος από το θεραπευτικό σχήμα με πομαλιδομίδη, βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη, PVd. Ανεξαρτήτως από το εάν ήταν ανθεκτικοί ή όχι σε προηγούμενη θεραπεία με λεναλιδομίδη.

Ανεπιθύμητα συμβάντα

Η ουδετεροπενία (PVd: 42% έναντι Vd: 9%), οι λοιμώξεις (PVd: 31% έναντι Vd: 18%) και η θρομβοκυτταροπενία (PVd: 27% έναντι Vd: 29%) ήταν μεταξύ των πιο συχνά εμφανιζόμενων κατά τη διάρκεια της θεραπείας ανεπιθύμητων συμβάντων βαθμού 3/4. Τα ποσοστά της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης βαθμού 3/4 (PVd: 0,7% έναντι Vd: 0,4%) και πνευμονικής εμβολής (PVd: 4,0% έναντι Vd: 0,4%) ήταν χαμηλά, ενώ δεν υπήρξαν θανατηφόρα συμβάντα. Δεύτερες πρωτοπαθείς κακοήθειες προέκυψαν στο 3,2% των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με το σχήμα PVd και στο 1,5% των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με Vd.

Ο πλέον συχνός λόγος για τη διακοπή της θεραπείας ήταν η εξέλιξη της νόσου. Οι ασθενείς που διέκοψαν τη θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων συμβάντων ήταν 10,7% για τη θεραπεία με το σχήμα PVd, έναντι 17,6% για τη θεραπεία με Vd. Η ασφάλεια του σχήματος πομαλιδομίδης, βορτεζομίμπης και δεξαμεθαζόνης, PVd, συνάδει με το καλά εδραιωμένο προφίλ ασφαλείας του κάθε φαρμάκου στο τριπλό σχήμα θεραπείας.

Σχετικά με τις Ανοσοτροποποιητικές Θεραπείες της Celgene (IMiD®)

Οι ανοσοτροποποιητικές θεραπείες (IMiDs®) είναι μικρά μόρια που έχει αναπτύξει η Celgene, τα οποία χορηγούνται από του στόματος, για την αντιμετώπιση ορισμένων κακοηθειών του αίματος. Οι παράγοντες IMiD® εκτιμάται πως παρουσιάζουν πολλαπλούς μηχανισμούς δράσης.

Έχει βρεθεί ότι αυξάνουν την ενεργοποίηση και τον πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων, τον πολλαπλασιασμό της πρωτεΐνης IL-2, καθώς και τη λειτουργία των CD8+ δραστικών Τ-κυττάρων. Οι παράγοντες IMiD έχει επίσης βρεθεί ότι επηρεάζουν τη διέγερση και την έκφραση των φυσικών κυττάρων φονέων (NK), δρώντας εντός του περιβάλλοντος του κυττάρου για τη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε αυτό να καταπολεμήσει τα καρκινικά κύτταρα, ενώ επιτίθενται και απευθείας στα καρκινικά κύτταρα.

Πέραν από τις ανοσοτροποποιητικές τους ιδιοτήτες, οι παράγοντες IMiD, σύμφωνα με την υφιστάμενη παραδοχή, έχουν αντινεοπλασματική και αντιαγγειογενετική δράση. Το χαρτοφυλάκιο των παραγόντων IMiD της Celgene έχει αποτελέσει θεμέλιο στην έρευνα του πολλαπλούν μυελώματος, με αυξανόμενο αριθμό μελετών που διερευνούν αυτούς τους παράγοντες ως συνδυαστικούς εταίρους κατά τη διάρκεια της νόσου.

Σχετικά με τη λεναλιδομίδη

Η λεναλιδομίδη είναι εγκεκριμένη στην Ευρώπη ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία συντήρησης σε ενήλικες ασθενείς με νεοδιαγνωσθέν πολλαπλούν μυέλωμα, οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. H λεναλιδομίδη ως θεραπεία συνδυασμού είναι εγκεκριμένη στην Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, καθώς και σε περίπου 25 άλλες χώρες για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα, στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί προηγούμενη θεραπεία και οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση.

Η λεναλιδομίδη είναι επίσης εγκεκριμένη σε συνδυασμό με τη δεξαμεθαζόνη για τη θεραπεία ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα στους οποίους έχει χορηγηθεί τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία σε σχεδόν 70 χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, καθώς και σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη για τη θεραπεία ασθενών των οποίων η νόσος έχει παρουσιάσει εξέλιξη μετά από μία θεραπεία στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία.

H λεναλιδομίδη είναι επίσης εγκεκριμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Ελβετία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, καθώς και στη Μαλαισία και το Ισραήλ, για τη θεραπεία ασθενών με εξαρτώμενη από μεταγγίσεις αναιμία που οφείλεται σε μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) χαμηλού ή μεσαίου-1 κινδύνου, τα οποία σχετίζονται με την κυτταρογενετική ανωμαλία της απώλειας του μακρού σκέλους του χρωμοσώματος 5q, με ή χωρίς επιπρόσθετες κυτταρογενετικές ανωμαλίες, όπως επίσης και στην Ευρώπη για τη θεραπεία ασθενών με εξαρτώμενη από μεταγγίσεις αναιμία που οφείλεται σε ΜΔΣ χαμηλού ή μεσαίου-1 κινδύνου, τα οποία σχετίζονται με τη μεμονωμένη κυτταρογενετική ανωμαλία της απώλειας του μακρού σκέλους του χρωμοσώματος 5q, όταν άλλες θεραπευτικές επιλογές είναι ανεπαρκείς ή ακατάλληλες.

Λέμφωμα από κύτταρα του μανδύα

Επίσης, η λεναλιδομίδη είναι εγκεκριμένη στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη θεραπεία ασθενών με λέμφωμα από κύτταρα του μανδύα (ΛΚΜ), των οποίων η νόσος έχει παρουσιάσει υποτροπή ή εξέλιξη μετά από δύο προηγούμενες θεραπείες, η μία εκ των οποίων περιλάμβανε βορτεζομίμπη. Στην Ελβετία, η λεναλιδομίδη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό ΛΚΜ μετά από προηγούμενη θεραπεία που περιλάμβανε βορτεζομίμπη και χημειοθεραπεία/ριτουξιμάμπη.

Η λεναλιδομίδη δεν ενδείκνυται και δεν συνιστάται για τη θεραπεία ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) εκτός του πλαισίου των ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών.

Αντενδείξεις

Η λεναλιδομίδη αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα.

Η λεναλιδομίδη αντενδείκνυται κατά την κύηση καθώς επίσης και σε γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης εκτός εάν ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του Προγράμματος Πρόληψης Κύησης.

Προειδοποιήσεις και προφυλάξεις

Όταν η λεναλιδομίδη χορηγείται σε συνδυασμό με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, πρέπει να συμβουλευθείτε τη σχετική Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος πριν από την έναρξη της θεραπείας.

Κύηση: Οι προϋποθέσεις του Προγράμματος Πρόληψης Κύησης πρέπει να ικανοποιούνται για όλες τις ασθενείς, εκτός εάν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία ότι η ασθενής δεν έχει δυνατότητα τεκνοποίησης.

Καρδιαγγειακές διαταραχές: Οι ασθενείς με γνωστούς παράγοντες κινδύνου για έμφραγμα του μυοκαρδίου ή θρομβοεμβολή θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.

Ουδετεροπενία και θρομβοπενία: Πλήρες αιμοδιάγραμμα θα πρέπει να διενεργείται κάθε εβδομάδα για τις πρώτες 8 εβδομάδες θεραπείας και σε μηνιαία βάση εφεξής, για την παρακολούθηση για κυτταροπενίες. Ενδέχεται να απαιτείται μείωση της δόσης.

Λοίμωξη με ή χωρίς ουδετεροπενία: Όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται να αναζητούν άμεση ιατρική βοήθεια με την εμφάνιση του πρώτου σημείου λοίμωξης.

Νεφρική δυσλειτουργία: Συνιστάται παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.

Διαταραχές του θυρεοειδούς: Συνιστάται βέλτιστος έλεγχος συννοσηρών καταστάσεων που επηρεάζουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς πριν από την έναρξη της θεραπείας. Συνιστάται αρχική και συνεχιζόμενη παρακολούθηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς.

Σύνδρομο λύσης όγκου: ασθενείς με υψηλό φορτίο όγκου πριν από τη θεραπεία θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά και να λαμβάνονται οι κατάλληλες προφυλάξεις.

Αλλεργικές αντιδράσεις: Οι ασθενείς που είχαν προηγούμενες αλλεργικές αντιδράσεις κατά τη θεραπεία με θαλιδομίδη θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.

Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις: Η λεναλιδομίδη πρέπει να διακόπτεται σε περίπτωση αποφολιδωτικού ή πομφολυγώδους εξανθήματος ή σε υποψία SJS ή TEN και δεν θα πρέπει να ξεκινά εκ νέου μετά από διακοπή λόγω τέτοιων αντιδράσεων. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο προσωρινής ή μόνιμης διακοπής της λεναλιδομίδης σε περίπτωση άλλων μορφών δερματικής αντίδρασης, αναλόγως της σοβαρότητας. Οι ασθενείς με ιστορικό σοβαρού εξανθήματος που σχετίζεται με θεραπεία με θαλιδομίδη δεν θα πρέπει να λαμβάνουν λεναλιδομίδη.

Δυσανεξία στη λακτόζη: Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, έλλειψη λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φαρμακευτικό προϊόν. Δεύτερες πρωτοπαθείς κακοήθειες (SPM): Ο κίνδυνος εμφάνισης αιματολογικών SPM πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πριν από την έναρξη της θεραπείας με λεναλιδομίδη είτε σε συνδυασμό με μελφαλάνη είτε αμέσως μετά από μελφαλάνη υψηλής δόσης και ASCT-αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων. Οι ιατροί θα πρέπει να αξιολογούν προσεκτικά τους ασθενείς πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας χρησιμοποιώντας πρότυπη εξέταση καρκίνου για εμφάνιση SPM και να ξεκινούν θεραπεία, σύμφωνα με την εγκεκριμένη ένδειξη.

Ηπατικές διαταραχές: Προσαρμογή της δόσης πρέπει να γίνεται σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Συνιστάται παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ιστορικό ή ταυτόχρονη ιογενής λοίμωξη του ήπατος ή όταν η λεναλιδομίδη συνδυάζεται με φαρμακευτικά προϊόντα που είναι γνωστό ότι σχετίζονται με ηπατική δυσλειτουργία.
Ασθενείς με νεοδιαγνωσθέν πολλαπλό μυέλωμα: Οι ασθενείς θα πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά για την ικανότητά τους να ανεχθούν τη λεναλιδομίδη σε συνδυασμό, εξετάζοντας την ηλικία, τη σταδιοποίηση στο στάδιο ΙΙΙ κατά ISS, την κατάσταση απόδοσης κατά ECOG≤2 ή CLcr<60 ml/min.

Καταρράκτης: Συνιστάται τακτική παρακολούθηση της οπτικής ικανότητας.
Σύνοψη του προφίλ ασφαλείας στο πολλαπλό μυέλωμα

Νεοδιαγνωσθέν πολλαπλό μυέλωμα: ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ASCT-αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων και λαμβάνουν θεραπεία συντήρησης με λεναλιδομίδη:
Οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν συχνότερα (≥5%) με λεναλιδομίδη συντήρησης από ό,τι με το εικονικό φάρμακο ήταν πνευμονίες (10,6%) και λοίμωξη του πνεύμονα (9,4%).

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν συχνότερα με λεναλιδομίδη συντήρησης από ό,τι με εικονικό φάρμακο ήταν ουδετεροπενία (79,0%), θρομβοπενία (72,3%), διάρροια (54,5%), βρογχίτιδα (47,4%), ρινοφαρυγγίτιδα (34,8%), μυϊκοί σπασμοί (33,4%), λευκοπενία (31,7%), εξάνθημα (31,7%), εξασθένιση (29,7%), βήχας (27,3%), λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (26,8%), κόπωση (22,8%), γαστρεντερίτιδα (22,5%), αναιμία (21,0%) και πυρεξία (20,5%).

Νεοδιαγνωσθέν πολλαπλό μυέλωμα: ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία με λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη χαμηλής δόσης:

Οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν συχνότερα (≥5%) στο συνδυασμό λεναλιδομίδης με δεξαμεθαζόνη χαμηλής δόσης (Rd και Rd18) από ότι με μελφαλάνη, πρεδνιζόνη και θαλιδομίδη (MPT) ήταν πνευμονία (9,8%) και νεφρική ανεπάρκεια (συμπεριλαμβανομένης της οξείας) (6,3%).

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν συχνότερα με Rd και Rd18 από ότι με MPT ήταν: διάρροια (45,5%), κόπωση (32,8%), οσφυαλγία (32,0%), εξασθένιση (28,2%), αϋπνία (27,6%), εξάνθημα (24,3%), μειωμένη όρεξη (23,1%), βήχας (22,7%), πυρεξία (21,4%) και μυϊκοί σπασμοί (20,5%).

Νεοδιαγνωσθέν πολλαπλό μυέλωμα: ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία με λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με μελφαλάνη και πρεδνιζόνη:

Οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν συχνότερα (≥5%) με μελφαλάνη, πρεδνιζόνη και λεναλιδομίδη ακολουθούμενες από λεναλιδομίδη συντήρησης (MPR+R) ή μελφαλάνη, πρεδνιζόνη και λεναλιδομίδη ακολουθούμενες από εικονικό φάρμακο (MPR+p) από ότι με μελφαλάνη, πρεδνιζόνη και εικονικό φάρμακο ακολουθούμενα από εικονικό φάρμακο (MPp+p) ήταν εμπύρετη ουδετεροπενία (6,0%) και αναιμία (5,3%).

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν συχνότερα με MPR+R ή MPR+p από ότι με MPp+p ήταν: ουδετεροπενία (83,3%), αναιμία (70,7%), θρομβοπενία (70,0%), λευκοπενία (38,8%), δυσκοιλιότητα (34,0%), διάρροια (33,3%), εξάνθημα (28,9%), πυρεξία (27,0%), περιφερικό οίδημα (25,0%), βήχας (24,0%), μειωμένη όρεξη (23,7%) και εξασθένιση (22,0%).

Ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία:
Οι σοβαρότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν συχνότερα στο συνδυασμό λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης από ότι στο συνδυασμό εικονικού φαρμάκου και δεξαμεθαζόνης ήταν φλεβική θρομβοεμβολή (εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, πνευμονική εμβολή) και ουδετεροπενία βαθμού.

Οι παρατηρούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες παρουσιάστηκαν συχνότερα με λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη από ότι με εικονικό φάρμακο και δεξαμεθαζόνη σε κοινές κλινικές δοκιμές πολλαπλού μυελώματος (ΜΜ-009 και ΜΜ-010) ήταν κόπωση (43,9%), ουδετεροπενία (42,2%), δυσκοιλιότητα (40,5%), διάρροια (38,5%), μυϊκές κράμπες (33,4%), αναιμία (31,4%), θρομβοπενία (21,5%) και εξάνθημα (21,2%).

Ειδικοί πληθυσμοί

Παιδιατρικός πληθυσμός: Η λεναλιδομίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά και εφήβους από τη γέννηση έως την ηλικία κάτω των 18 ετών.

Ηλικιωμένα άτομα με νεοδιαγνωσθέν πολλαπλό μυέλωμα: Για ασθενείς ηλικίας άνω των 75 ετών που λαμβάνουν θεραπεία με λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη, η δόση έναρξης της δεξαμεθαζόνης είναι 20 mg/ημέρα κατά τις Ημέρες 1, 8, 15 και 22 κάθε κύκλου θεραπείας 28 ημερών. Δεν προτείνεται προσαρμογή της δόσης για ασθενείς ηλικίας άνω των 75 ετών που λαμβάνουν θεραπεία με λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με μελφαλάνη και πρεδνιζόνη.

Ηλικιωμένα άτομα με πολλαπλό μυέλωμα που έχουν λάβει τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία: Απαιτείται προσοχή κατά την επιλογή της δοσολογίας και συνιστάται η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας.

Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία: Θα πρέπει να δίνεται προσοχή κατά την επιλογή της δόσης και συνιστάται παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας. Δεν απαιτούνται προσαρμογές της δόσης για ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία και πολλαπλό μυέλωμα. Προσαρμογές της δόσης συνιστώνται κατά την έναρξη της θεραπείας και καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας για ασθενείς με μέτρια ή σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία ή νεφροπάθεια τελικού σταδίου.

Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία: Η λεναλιδομίδη δεν έχει επίσημα μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία και δεν υπάρχουν ειδικές δοσολογικές συστάσεις.
Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλούμε ανατρέξτε στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος που διατίθεται στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων.

Σχετικά με την πομαλιδομίδη

Η πομαλιδομίδη σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη ενδείκνυται στη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με υποτροπιάζον και ανθεκτικό πολλαπλούν μυέλωμα, οι οποίοι έχουν λάβει τουλάχιστον δύο προηγούμενα θεραπευτικά σχήματα, συμπεριλαμβανομένων τόσο της λεναλιδομίδης όσο και της βορτεζομίμπης, και έχουν παρουσιάσει εξέλιξη της νόσου κατά το διάστημα της τελευταίας θεραπείας τους. Ανήκει σε μία ομάδα φαρμάκων που ονομάζονται ανοσοτροποποιητικά φάρμακα (IMiDs®).

Πρώτη έγκριση

Η πομαλιδομίδη εγκρίθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 2013 σε συνδυασμό με τη δεξαμεθαζόνη, για ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα που έχουν λάβει τουλάχιστον δύο προηγούμενες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων της πομαλιδομίδης και ενός αναστολέα πρωτεασώματος, οι οποίοι έχουν επιδείξει εξέλιξη της νόσου στις 60 ημέρες ή εντός 60 ημερών από την ολοκλήρωση της τελευταίας θεραπείας.

Εγκρίθηκε στην ΕΕ το 2013, σε συνδυασμό με τη δεξαμεθαζόνη για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με υποτροπιάζον και ανθεκτικό πολλαπλούν μυέλωμα, οι οποίοι έχουν λάβει τουλάχιστον δύο προηγούμενα θεραπευτικά σχήματα, συμπεριλαμβανομένων τόσο της λεναλιδομίδης όσο και της βορτεζομίμπης, και έχουν παρουσιάσει εξέλιξη της νόσου κατά το διάστημα της τελευταίας θεραπείας τους.

Είναι επίσης εγκεκριμένη σε συνολικά 66 χώρες παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ιαπωνίας και της Ελβετίας, για χρήση σε συνδυασμό με τη δεξαμεθαζόνη για παρόμοιες ενδείξεις με εκείνες στις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Σημαντικές Πληροφορίες Ασφάλειας σύμφωνα με την Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος

Αντενδείξεις

  • Κύηση.
  • Γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης εκτός εάν ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του προγράμματος πρόληψης κύησης (βλ. προειδοποιήσεις και προφυλάξεις).
  • Άνδρες ασθενείς που δεν είναι σε θέση να ακολουθήσουν ή να συμμορφωθούν με τα απαιτούμενα μέτρα αντισύλληψης.
  • Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος.
Προειδοποιήσεις και προφυλάξεις

Προειδοποίηση κύησης. Η πομαλιδομίδη δεν πρέπει να λαμβάνεται κατά τη διάρκεια της κύησης, δεδομένης της αναμενόμενης τερατογόνου επίδρασής της. Οι προϋποθέσεις του Προγράμματος Πρόληψης Κύησης πρέπει να ικανοποιούνται για όλες τις ασθενείς, εκτός εάν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία ότι η ασθενής δεν έχει δυνατότητα τεκνοποίησης. Ενημέρωση:

Η πομαλιδομίδη αντενδείκνυται σε γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης, εκτός εάν ικανοποιούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια: Η ασθενής κατανοεί τον αναμενόμενο κίνδυνο τερατογόνου δράσης στο έμβρυο, κατανοεί την ανάγκη για αποτελεσματική αντισύλληψη, αδιάλειπτα, τουλάχιστον 4 εβδομάδες πριν την έναρξη της θεραπείας, καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας και τουλάχιστον 4 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.

Ακόμα και στην περίπτωση που μια γυναίκα με δυνατότητα τεκνοποίησης έχει αμηνόρροια, πρέπει να ακολουθεί όλες τις συστάσεις σχετικά με την αποτελεσματική αντισύλληψη, η ασθενής θα πρέπει να είναι ικανή να συμμορφώνεται με αποτελεσματικά μέτρα αντισύλληψης, η ασθενής έχει ενημερωθεί και κατανοεί τις ενδεχόμενες συνέπειες της κύησης και την ανάγκη άμεσης ενημέρωσης του ιατρού σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος εγκυμοσύνης.

Η ασθενής κατανοεί την ανάγκη έναρξης της θεραπείας ευθύς αμέσως μετά τη συνταγογράφηση της πομαλιδομίδης, μετά από αρνητική δοκιμασία κύησης, η ασθενής κατανοεί την ανάγκη και δέχεται να υποβάλλεται σε δοκιμασία κύησης τουλάχιστον κάθε 4 εβδομάδες εκτός από την περίπτωση επιβεβαιωμένης σαλπιγγικής στείρωσης, η ασθενής βεβαιώνει ότι κατανοεί τους κινδύνους και τις απαραίτητες προφυλάξεις που σχετίζονται με τη χρήση της πομαλιδομίδης.

Ο συνταγογράφων ιατρός πρέπει να διασφαλίσει τα ακόλουθα για γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης:

Η ασθενής συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις του Προγράμματος Πρόληψης Κύησης, συμπεριλαμβανομένης της επιβεβαίωσης ότι το έχει κατανοήσει επαρκώς και η ασθενής έχει αποδεχθεί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Για άνδρες ασθενείς που λαμβάνουν πομαλιδομίδη, τα φαρμακοκινητικά δεδομένα έδειξαν ότι η πομαλιδομίδη είναι παρούσα στο ανθρώπινο σπέρμα.

Ως προφύλαξη, όλοι οι άνδρες ασθενείς που λαμβάνουν πομαλιδομίδη πρέπει να ικανοποιούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Ο ασθενής κατανοεί τον αναμενόμενο κίνδυνο τερατογόνου δράσης εάν έχει σεξουαλική επαφή με μία έγκυο γυναίκα ή με μία γυναίκα με δυνατότητα τεκνοποίησης, ο ασθενής κατανοεί την ανάγκη χρήσης προφυλακτικού εάν έχει σεξουαλική επαφή με μία έγκυο γυναίκα ή με μία γυναίκα με δυνατότητα τεκνοποίησης που δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματική αντισύλληψη, καθόλη τη διάρκεια της θεραπείας, κατά την περίοδο προσωρινής διακοπής της δόσης και για 7 ημέρες μετά τις προσωρινές διακοπές της δόσης και/ή την οριστική διακοπή της θεραπείας.

Περιλαμβάνονται άνδρες που έχουν υποβληθεί σε εκτομή σπερματικού πόρου, οι οποίοι θα πρέπει να χρησιμοποιούν προφυλακτικό σε περίπτωση σεξουαλικής επαφής με έγκυο γυναίκα ή με μία γυναίκα με δυνατότητα τεκνοποίησης, καθώς το σπερματικό υγρό ενδέχεται να περιέχει ακόμα πομαλιδομίδη ελλείψει σπερματοζωαρίων, ο ασθενής κατανοεί ότι σε περίπτωση που προκύψει κύηση στη σύντροφό του ενόσω αυτός λαμβάνει πομαλιδομίδη ή έως 7 ημέρες μετά τη διακοπή της λήψης πομαλιδομίδης, θα πρέπει να ενημερώσει αμέσως τον θεράποντα ιατρό του και επίσης συστήνεται η σύντροφος του ασθενούς να παραπεμφθεί σε ιατρό ειδικευμένο ή πεπειραμένο στις διαμαρτίες διάπλασης για αξιολόγηση και καθοδήγηση.

Αντισύλληψη: Οι γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης πρέπει να χρησιμοποιούν μια αποτελεσματική μέθοδο αντισύλληψης για 4 εβδομάδες πριν τη θεραπεία, κατά τη διάρκεια της θεραπείας και για έως 4 εβδομάδες μετά τη θεραπεία με πομαλιδομίδη, ακόμα και σε περίπτωση διακοπής της δόσης, εκτός εάν η ασθενής δεσμευτεί για απόλυτη και συνεχή αποχή, η οποία θα επιβεβαιώνεται σε μηνιαία βάση.

Εάν δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματική αντισύλληψη, η ασθενής πρέπει να παραπεμφθεί σε κατάλληλα εκπαιδευμένο επαγγελματία υγείας για σχετικές συμβουλές, έτσι ώστε να ξεκινήσει η αντισύλληψη.

Τα ακόλουθα μπορούν να θεωρηθούν ως παραδείγματα κατάλληλων μεθόδων αντισύλληψης: Εμφύτευμα, Ενδομητρικό σύστημα απελευθέρωσης λεβονοργεστρέλης, «Αποθήκη» οξικής μεδροξυπρογεστερόνης, Σαλπιγγική στείρωση, Σεξουαλική επαφή μόνο με άνδρα που έχει υποβληθεί σε εκτομή σπερματικού πόρου- η εκτομή του σπερματικού πόρου πρέπει να επιβεβαιωθεί με δύο αρνητικές αναλύσεις σπέρματος-, Χάπια αναστολής της ωορρηξίας που περιέχουν μόνο προγεστερόνη (π.χ. δεσογεστρέλη).

Λόγω του αυξημένου κινδύνου φλεβικής θρομβοεμβολής σε ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα οι οποίοι λαμβάνουν πομαλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη, τα από του στόματος συνδυασμένα αντισυλληπτικά χάπια δεν συνιστώνται. Εάν μια ασθενής χρησιμοποιεί από του στόματος χορηγούμενη συνδυασμένη αντισύλληψη, η ασθενής πρέπει να μετατάσσεται σε μία από τις αποτελεσματικές μεθόδους που παρατίθενται παραπάνω.

Ο κίνδυνος φλεβικής θρομβοεμβολής συνεχίζει να υφίσταται για 4−6 εβδομάδες μετά τη διακοπή της από του στόματος χορηγούμενης συνδυασμένης αντισύλληψης. Η αποτελεσματικότητα των στεροειδών αντισυλληπτικών ενδέχεται να μειωθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με συγχορήγηση δεξαμεθαζόνης (βλ. παράγραφο 4.5). Τα εμφυτεύματα και τα ενδομητρικά συστήματα απελευθέρωσης λεβονοργεστρέλης σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο λοίμωξης κατά την τοποθέτησή τους και ακανόνιστη κολπική αιμορραγία.

Προφυλακτική λήψη αντιβιοτικών θα πρέπει να εξετάζεται, ειδικά στην περίπτωση ασθενών με ουδετεροπενία. Η εισαγωγή ενδομητρικών συσκευών απελευθέρωσης χαλκού δεν συνιστάται λόγω του ενδεχόμενου κινδύνου λοίμωξης κατά την τοποθέτησή τους και καταμήνιας απώλειας αίματος, η οποία μπορεί να βλάψει ασθενείς με σοβαρή ουδετεροπενία ή σοβαρή θρομβοπενία.

Δοκιμασίες Κύησης: Σύμφωνα με την τοπική ιατρική πρακτική, πρέπει να πραγματοποιούνται υπό ιατρική επίβλεψη δοκιμασίες κύησης με ελάχιστη ευαισθησία 25 mIU/mL για γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης, όπως αναφέρεται παρακάτω. Αυτή η απαίτηση συμπεριλαμβάνει γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης οι οποίες εφαρμόζουν απόλυτη και συνεχή αποχή.

Ιδανικά, η δοκιμασία κύησης, η συνταγογράφηση και η χορήγηση θα πρέπει να πραγματοποιηθούν την ίδια ημέρα. Η χορήγηση της πομαλιδομίδης σε γυναίκες με δυνατότητα τεκνοποίησης θα πρέπει να γίνεται εντός 7 ημερών από τη συνταγογράφηση.

Πριν την έναρξη της θεραπείας: Όταν συνταγογραφείται η πομαλιδομίδη, θα πρέπει να πραγματοποιείται μία δοκιμασία κύησης υπό ιατρική επίβλεψη κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης, ή στο διάστημα των 3 ημερών πριν την επίσκεψη στον συνταγογράφοντα ιατρό, εφόσον η ασθενής έχει χρησιμοποιήσει αποτελεσματική αντισύλληψη για τουλάχιστον 4 εβδομάδες. Η δοκιμασία πρέπει να επιβεβαιώνει ότι η ασθενής δεν είναι έγκυος όταν αρχίζει τη θεραπεία με πομαλιδομίδη.

Κύηση υπό ιατρική επίβλεψη

Παρακολούθηση και ολοκλήρωση της θεραπείας: Μία δοκιμασία κύησης υπό ιατρική επίβλεψη πρέπει να επαναλαμβάνεται τουλάχιστον κάθε 4 εβδομάδες, καθώς και τουλάχιστον 4 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας εκτός στην περίπτωση επιβεβαιωμένης σαλπιγγικής στείρωσης. Αυτές οι δοκιμασίες κύησης πρέπει να πραγματοποιούνται κατά την ημέρα της επίσκεψης συνταγογράφησης ή εντός 3 ημερών πριν από την επίσκεψη στον συνταγογράφοντα ιατρό.

Άντρες: Η πομαλιδομίδη είναι παρούσα στο ανθρώπινο σπέρμα κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ως προφύλαξη, και λαμβάνοντας υπόψη τους ειδικούς πληθυσμούς με δυνητικά παρατεταμένο χρόνο αποβολής, όπως οι πληθυσμοί με ηπατική δυσλειτουργία, όλοι οι άνδρες ασθενείς που λαμβάνουν πομαλιδομίδη θα πρέπει να χρησιμοποιούν προφυλακτικά καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας, κατά τη διάρκεια διακοπής των δόσεων και για 7 ημέρες μετά τη λήξη της θεραπείας, εάν η σύντροφός τους είναι έγκυος ή έχει δυνατότητα τεκνοποίησης και δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματική αντισύλληψη.

Οι άνδρες ασθενείς δεν πρέπει να δώσουν σπέρμα ή σπερματοζωάρια κατά τη διάρκεια της θεραπείας (συμπεριλαμβανομένων και των διαστημάτων προσωρινής διακοπής της δόσης) και για 7 ημέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας με πομαλιδομίδη.

Επιπρόσθετες προφυλάξεις: Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται να μη δίνουν ποτέ αυτό το φαρμακευτικό προϊόν σε άλλους και να επιστρέφουν τυχόν μη χρησιμοποιημένα καψάκια στον φαρμακοποιό τους στο τέλος της θεραπείας.

Οι ασθενείς δεν πρέπει να δώσουν αίμα, σπέρμα ή σπερματοζωάρια κατά τη διάρκεια της θεραπείας (συμπεριλαμβανομένων και των διαστημάτων προσωρινής διακοπής της δόσης) και για 7 ημέρες μετά τη διακοπή της πομαλιδομίδης.

Αιματολογικά συμβάντα: Η ουδετεροπενία ήταν η συχνότερα αναφερόμενη αιματολογική ανεπιθύμητη ενέργεια Βαθμού 3 ή 4 σε ασθενείς με υποτροπιάζον/ανθεκτικό πολλαπλό μυέλωμα, ακολουθούμενη από αναιμία και θρομβοπενία. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για αιματολογικές ανεπιθύμητες ενέργειες, ιδιαίτερα ουδετεροπενία.

Θα πρέπει να γίνεται σύσταση στους ασθενείς να αναφέρουν επεισόδια πυρετού αμέσως. Οι ιατροί θα πρέπει να παρατηρούν τους ασθενείς για σημεία αιμορραγίας συμπεριλαμβανομένης της επίσταξης, ιδιαίτερα με την ταυτόχρονη χρήση φαρμακευτικών προϊόντων που είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγίας.

Θα πρέπει να γίνεται παρακολούθηση γενικής εξέτασης αίματος κατά την επίσκεψη αναφοράς, εβδομαδιαία για τις πρώτες 8 εβδομάδες και μηνιαία έκτοτε. Μπορεί να απαιτείται τροποποίηση της δόσης (βλ. παράγραφο 4.2). Οι ασθενείς μπορεί να χρήζουν υποστήριξης παραγώγων αίματος ή και αυξητικών παραγόντων.

Θρομβοεμβολικά συμβάντα: Οι ασθενείς που λαμβάνουν πομαλιδομίδη είτε σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη είτε σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη εμφάνισαν φλεβικά θρομβοεμβολικά συμβάντα (κυρίως εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και πνευμονική εμβολή) και αρτηριακά θρομβωτικά συμβάντα (έμφραγμα του μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο).

Οι ασθενείς με γνωστούς παράγοντες κινδύνου θρομβοεμβολής – συμπεριλαμβανομένου ιστορικού προηγούμενης θρόμβωσης – θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά. Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την προσπάθεια ελαχιστοποίησης όλων των παραγόντων κινδύνου που δύνανται να τροποποιηθούν (π.χ. κάπνισμα, υπέρταση και υπερλιπιδαιμία).

Συνιστάται στους ασθενείς και τους ιατρούς να προσέχουν για σημεία και συμπτώματα θρομβοεμβολής. Οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται να ζητούν ιατρική βοήθεια εάν εμφανίσουν συμπτώματα όπως δύσπνοια, θωρακικό άλγος και οίδημα των άνω ή κάτω άκρων.

Συνιστάται αντιπηκτική θεραπεία (εκτός αν αντενδείκνυται), (όπως ακετυλοσαλικυλικό οξύ, βαρφαρίνη, ηπαρίνη ή κλοπιδογρέλη), ιδιαιτέρως σε ασθενείς με πρόσθετους παράγοντες κινδύνου θρόμβωσης. Η απόφαση για τη λήψη προφυλακτικών μέτρων θα πρέπει να λαμβάνεται μετά από προσεκτική αξιολόγηση των υποκείμενων παραγόντων κινδύνου του κάθε ασθενούς. Σε κλινικές μελέτες, οι ασθενείς έλαβαν προφυλακτική αγωγή με ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή εναλλακτική αντιθρομβωτική θεραπεία.

Η χρήση ερυθροποιητικών παραγόντων ενέχει έναν κίνδυνο θρομβωτικών συμβάντων συμπεριλαμβανομένης της θρομβοεμβολής. Επομένως, οι ερυθροποιητικοί παράγοντες, καθώς και άλλοι παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο θρομβοεμβολικών συμβάντων, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Περιφερική νευροπάθεια: Οι ασθενείς με εξελισσόμενη περιφερική νευροπάθεια ≥ Βαθμού 2 εξαιρέθηκαν από κλινικές μελέτες με πομαλιδομίδη. Απαιτείται προσοχή όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο θεραπείας αυτών των ασθενών με πομαλιδομίδη.

Σημαντική καρδιακή δυσλειτουργία: Οι ασθενείς με σημαντική καρδιακή δυσλειτουργία (συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια [Κατηγορία III ή IV κατά NY Heart Association], έμφραγμα του μυοκαρδίου εντός 12 μηνών από την έναρξη της μελέτης, ασταθή ή ανεπαρκώς ελεγχόμενη στηθάγχη) εξαιρέθηκαν από κλινικές μελέτες με πομαλιδομίδη.

Έχουν αναφερθεί καρδιακά συμβάντα, συμπεριλαμβανομένης της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, του πνευμονικού οιδήματος και της κολπικής μαρμαρυγής (βλ. παράγραφο 4.8), κυρίως σε ασθενείς με προϋπάρχουσα καρδιοπάθεια ή καρδιακούς παράγοντες κινδύνου. Απαιτείται προσοχή όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο θεραπείας τέτοιων ασθενών με πομαλιδομίδη, συμπεριλαμβανομένης της περιοδικής παρακολούθησης για σημεία ή συμπτώματα καρδιακών συμβάντων.

Σύνδρομο λύσης όγκου: Υψηλότερο κίνδυνο συνδρόμου λύσης όγκου διατρέχουν οι ασθενείς με υψηλό φορτίο όγκου πριν από τη θεραπεία. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά και να λαμβάνονται οι κατάλληλες προφυλάξεις.

Δεύτερες πρωτοπαθείς κακοήθειες: Δεύτερες πρωτοπαθείς κακοήθειες, όπως ο μη μελανωματικός καρκίνος του δέρματος, έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν πομαλιδομίδη. Οι ιατροί θα πρέπει να αξιολογούν προσεκτικά τους ασθενείς πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας χρησιμοποιώντας πρότυπη εξέταση καρκίνου για εμφάνιση δεύτερων πρωτοπαθών κακοηθειών και να ξεκινούν θεραπεία, όπως ενδείκνυται.

Αλλεργικές αντιδράσεις και σοβαρές δερματικές αντιδράσεις: Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται για τα σημεία και τα συμπτώματα του αγγειοοιδήματος, του συνδρόμου Stevens-Johnson (SJS), της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης (toxic epidermal necrolysis, TEN) και της φαρμακευτικής αντίδρασης με ηωσινοφιλία και συστηματικά συμπτώματα (DRESS) από αυτούς που τους συνταγογραφούν το φάρμακο και θα πρέπει να λαμβάνουν οδηγίες να αναζητούν άμεσα ιατρική βοήθεια σε περίπτωση που εκδηλώσουν αυτά τα συμπτώματα. Η θεραπεία με πομαλιδομίδη πρέπει να διακόπτεται σε περίπτωση αποφολιδωτικού ή πομφολυγώδους εξανθήματος ή σε υποψία SJS, TEN ή DRESS και δεν θα πρέπει να ξεκινά εκ νέου μετά από διακοπή λόγω τέτοιων αντιδράσεων.

Ασθενείς με προηγούμενο ιστορικό σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων που σχετίζονται με θαλιδομίδη ή λεναλιδομίδη εξαιρέθηκαν από κλινικές μελέτες. Αυτοί οι ασθενείς ενδέχεται να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο αντιδράσεων υπερευαισθησίας και δεν θα πρέπει να λαμβάνουν πομαλιδομίδη. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο προσωρινής ή οριστικής διακοπής της πομαλιδομίδης για δερματικό εξάνθημα Βαθμού 2-3. Η πομαλιδομίδη πρέπει να διακοπεί οριστικά για αγγειοοίδημα.

Ζάλη και σύγχυση: Ζάλη και συγχυτική κατάσταση έχουν αναφερθεί με την πομαλιδομίδη. Οι ασθενείς πρέπει να αποφεύγουν καταστάσεις όπου η ζάλη ή η σύγχυση ενδέχεται να αποτελέσει πρόβλημα και δεν θα πρέπει να παίρνουν άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να προκαλούν ζάλη ή σύγχυση χωρίς να αναζητήσουν πρώτα ιατρική συμβουλή.

Διάμεση πνευμονοπάθεια (ΔΠ): Έχει παρατηρηθεί με την πομαλιδομίδη ΔΠ και σχετιζόμενα συμβάντα, συμπεριλαμβανομένων περιστατικών πνευμονίτιδας. Θα πρέπει να πραγματοποιείται προσεκτική αξιολόγηση των ασθενών με οξεία έναρξη ή ανεξήγητη επιδείνωση των πνευμονικών συμπτωμάτων για τον αποκλεισμό της ΔΠ. Η πομαλιδομίδη θα πρέπει να διακοπεί προσωρινά έως την εξέταση αυτών των συμπτωμάτων και αν επιβεβαιωθεί η ύπαρξη ΔΠ, θα πρέπει να ξεκινήσει κατάλληλη θεραπεία. Η πομαλιδομίδη θα πρέπει να ξεκινήσει εκ νέου μόνο μετά από μια διεξοδική αξιολόγηση των οφελών και των κινδύνων.

Ηπατικές διαταραχές: Έχουν παρατηρηθεί σημαντικά αυξημένα επίπεδα αμινοτρανσφεράσης της αλανίνης και χολερυθρίνης σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με πομαλιδομίδη (βλ. παράγραφο 4.8). Υπήρξαν επίσης περιστατικά ηπατίτιδας που οδήγησαν σε οριστική διακοπή της πομαλιδομίδης. Συνιστάται τακτική παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας για τους πρώτους 6 μήνες της θεραπείας με πομαλιδομίδη, και εφεξής όπως ενδείκνυται κλινικά.

Λοιμώξεις: Έχει αναφερθεί σπάνια επανενεργοποίηση της ηπατίτιδας Β σε ασθενείς που λαμβάνουν πομαλιδομίδη σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη οι οποίοι έχουν μολυνθεί στο παρελθόν με τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV). Μερικές από αυτές τις περιπτώσεις έχουν εξελιχθεί σε οξεία ηπατική ανεπάρκεια, με αποτέλεσμα τη διακοπή της πομαλιδομίδης. Η κατάσταση του ιού της ηπατίτιδας Β θα πρέπει να καθοριστεί πριν την έναρξη της θεραπείας με πομαλιδομίδη.

Για ασθενείς με θετική δοκιμή για λοίμωξη από HBV, συνιστάται η συμβουλή γιατρού με ειδίκευση στη θεραπεία της ηπατίτιδας Β. Θα πρέπει να δίνεται προσοχή όταν η πομαλιδομίδη σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη χρησιμοποιείται σε ασθενείς με προηγούμενη λοίμωξη από HBV, συμπεριλαμβανομένων ασθενών που είναι αντι-HBc θετικοί αλλά HBsAg αρνητικοί.

Αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για σημεία και συμπτώματα ενεργού λοίμωξης από HBV καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας.

Περιεκτικότητα σε νάτριο: H πομαλιδομίδη περιέχει λιγότερο από 1 mmol νατρίου (23 mg) ανά καψάκιο, δηλ. ουσιαστικά «ελεύθερο νατρίου».

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες σε κλινικές μελέτες, ήταν διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος συμπεριλαμβανομένης της αναιμίας (45,7%), της ουδετεροπενίας (45,3%) και της θρομβοπενίας (27%), γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης συμπεριλαμβανομένης της κόπωσης (28,3%), της πυρεξίας (21%) και του περιφερικού οιδήματος (13%), καθώς και λοιμώξεις και παρασιτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας (10,7%).

Ανεπιθύμητες ενέργειες περιφερικής νευροπάθειας αναφέρθηκαν σε 12,3% των ασθενών και ανεπιθύμητες ενέργειες φλεβικών εμβολικών ή θρομβωτικών συμβάντων (VTE) αναφέρθηκαν σε 3,3% των ασθενών. Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες Βαθμού 3 ή 4 ήταν διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος συμπεριλαμβανομένης της ουδετεροπενίας (41,7%), της αναιμίας (27%) και της θρομβοπενίας (20,7%), λοιμώξεις και παρασιτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας (9%), καθώς και γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης, συμπεριλαμβανομένης της κόπωσης (4,7%), της πυρεξίας (3%) και του περιφερικού οιδήματος (1,3%).

Η συχνότερα αναφερόμενη σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια ήταν η πνευμονία (9,3%). Άλλες σοβαρές αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες συμπεριλάμβαναν εμπύρετη ουδετεροπενία (4,0%), ουδετεροπενία (2,0%), θρομβοπενία (1,7%) και ανεπιθύμητες ενέργειες φλεβικών εμβολικών ή θρομβωτικών συμβάντων (VTE) (1,7%). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες έτειναν να συμβαίνουν πιο συχνά εντός των πρώτων 2 κύκλων θεραπείας με πομαλιδομίδη.

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου

Η πομαλιδομίδη δεν αναμένεται να προκαλέσει κλινικά σημαντικές φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ φαρμάκων λόγω αναστολής του ισοενζύμου P450 ή επαγωγής ή αναστολής των μεταφορέων όταν συγχορηγείται με υποστρώματα αυτών των ενζύμων ή των μεταφορέων.

Η πομαλιδομόδη μεταβολίζεται μερικώς από το CYP1A2 και το CYP3A4/5. Αποτελεί επίσης ένα υπόστρωμα για την P-γλυκοπρωτεΐνη. Η συγχορήγηση πομαλιδομίδης με κετοκοναζόλη, έναν ισχυρό αναστολέα του CYP3A4/5 και της P-gp, ή με καρβαμαζεπίνη, έναν ισχυρό επαγωγέα του CYP3A4/5, δεν είχε κλινικά σημαντική επίδραση στην έκθεση σε πομαλιδομίδη.

Η συγχορήγηση φλουβοξαμίνης, ενός ισχυρού αναστολέα του CYP1A2 με πομαλιδομίδη σε παρουσία κετοκοναζόλης, αύξησε τη μέση έκθεση σε πομαλιδομίδη κατά 107% με διάστημα εμπιστοσύνης 90% [91% έως 124%] σε σύγκριση με πομαλιδομίδη μαζί με κετοκοναζόλη.

Σε μια δεύτερη μελέτη για την αξιολόγηση της συμβολής της μονοθεραπείας ενός αναστολέα του CYP1A2 σε αλλαγές του μεταβολισμού, η συγχορήγηση μονοθεραπείας φλουβοξαμίνης μαζί με πομαλιδομίδη αύξησε τη μέση έκθεση σε πομαλιδομίδη κατά 125% με διάστημα εμπιστοσύνης 90% [98% έως 157%] σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία με πομαλιδομίδη.

Εάν ισχυροί αναστολείς του CYP1A2 (π.χ. σιπροφλοξασίνη, ενοξασίνη και φλουβοξαμίνη) συγχορηγούνται με πομαλιδομίδη, μειώστε τη δόση της πομαλιδομίδης κατά 50%.

Δεξαμεθαζόνη: Η συγχορήγηση πολλαπλών δόσεων έως 4 mg πομαλιδομίδης με 20 mg έως 40 mg δεξαμεθαζόνης (ενός ασθενούς έως μέτριου επαγωγέα διαφόρων ενζύμων CYP συμπεριλαμβανομένου και του CYP3A) σε ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα δεν είχε καμία επίδραση στη φαρμακοκινητική της πομαλιδομίδης σε σύγκριση με τη χορήγηση μονοθεραπείας πομαλιδομίδης.

Η επίδραση της δεξαμεθαζόνης στη βαρφαρίνη είναι άγνωστη. Συνιστάται στενή παρακολούθηση της συγκέντρωσης βαρφαρίνης κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Χρήση σε ειδικούς πληθυσμούς

Παιδιατρικός πληθυσμός. Δεν υπάρχει σχετική χρήση της πομαλιδομίδης σε παιδιατρικό πληθυσμό για την ένδειξη του πολλαπλού μυελώματος.

Ηλικιωμένοι. Δεν απαιτείται προσαρμογή δόσης για την πομαλιδομίδη. Για ασθενείς ηλικίας > 75 ετών, η δόση έναρξης της δεξαμεθαζόνης είναι 20 mg άπαξ ημερησίως τις ημέρες 1, 8, 15 και 22 κάθε κύκλου 28 ημερών.

Νεφρική δυσλειτουργία. Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης της πομαλιδομίδης για ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία. Τις ημέρες της αιμοκάθαρσης, οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν τη δόση της πομαλιδομίδης μετά την αιμοκάθαρση.

Ηπατική δυσλειτουργία. Ασθενείς με ολική χολερυθρίνη ορού > 2,0 mg/dL εξαιρέθηκαν από τις κλινικές μελέτες. Η ηπατική δυσλειτουργία έχει μέτρια επίδραση στη φαρμακοκινητική της πομαλιδομίδης (βλ. παράγραφο 5.2). Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης έναρξης της πομαλιδομίδης για ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία όπως ορίζεται από τα κριτήρια κατά Child-Pugh. Ωστόσο, οι ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για ανεπιθύμητες ενέργειες και θα πρέπει να χρησιμοποιείται μείωση ή προσωρινή διακοπή της δόσης της πομαλιδομίδης όπως απαιτείται.

Παρακαλώ ανατρέξτε στην πλήρη Περίληψη Χαρακτηριστικών του Προϊόντος (ΠΧΠ) συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για τις αντενδείξεις, τις προειδοποιήσεις και τις προφυλάξεις, τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις και τη χρήση σε ειδικούς πληθυσμούς.

Η Celgene Corporation, με έδρα στο Summit του New Jersey, είναι μία παγκόσμια βιοφαρμακευτική εταιρεία. Δραστηριοποιείται κατά κύριο λόγο στην ανακάλυψη, ανάπτυξη και προώθηση καινοτόμων θεραπειών. Είναι προσηλωμένη στην αντιμετώπιση του καρκίνου και φλεγμονωδών νοσημάτων μέσω γονιδιακής και πρωτεϊνικής ρύθμισης.

Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook για να μαθαίνετε όλα τα νέα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ